Created by: Kizsok
Number of Blossarys: 1
- English (EN)
- French (FR)
- Thai (TH)
- Polish (PL)
- Italian (IT)
- Bulgarian (BG)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Indonesian (ID)
- Estonian (ET)
- Spanish (ES)
- Russian (RU)
- Filipino (TL)
- Farsi (FA)
- Romanian (RO)
- Serbian (SR)
- Arabic (AR)
- Hindi (HI)
- Kazakh (KK)
- Dutch (NL)
- Chinese, Traditional (ZT)
- Turkish (TR)
- Japanese (JA)
- Greek (EL)
- Hungarian (HU)
- Macedonian (MK)
- Lithuanian (LT)
- Spanish, Latin American (XL)
- Latvian (LV)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Malay (MS)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Armenian (HY)
- Vietnamese (VI)
- Tamil (TA)
- Latin (LA)
- Bosnian (BS)
- Slovenian (SL)
- Croatian (HR)
- Czech (CS)
- English, UK (UE)
- Bengali (BN)
- Georgian (KA)
- French (FR)
- Thai (TH)
- Polish (PL)
- Italian (IT)
- Bulgarian (BG)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Indonesian (ID)
- Estonian (ET)
- Spanish (ES)
- Russian (RU)
- Filipino (TL)
- Farsi (FA)
- Romanian (RO)
- Serbian (SR)
- Arabic (AR)
- Hindi (HI)
- Kazakh (KK)
- Dutch (NL)
- Chinese, Traditional (ZT)
- Turkish (TR)
- Japanese (JA)
- Greek (EL)
- Hungarian (HU)
- Macedonian (MK)
- Lithuanian (LT)
- Spanish, Latin American (XL)
- Latvian (LV)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Malay (MS)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Armenian (HY)
- Vietnamese (VI)
- Tamil (TA)
- Latin (LA)
- Bosnian (BS)
- Slovenian (SL)
- Croatian (HR)
- Czech (CS)
- English, UK (UE)
- Bengali (BN)
- Georgian (KA)
Κτιριακή προσθήκη είναι το τμήμα του κτιρίου (αποτελούμενο από έναν ή περισσότερους χώρους) που έχει προστεθεί στο υφιστάμενο, αρχικό κτίριο.
A hozzáépítés az épületnek egy olyan (egy vagy több helyiségből álló) része, mellyel a meglévő és eredeti épületet egészítették ki.
Λέγεται για ένα κτίριο, ένα περιβάλλον ή μια διαμόρφωση που ήδη υφίσταται, είναι υπαρκτό, και με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί ο αρχιτέκτονας.
Olyan épületet, környezetet vagy tájat jellemez, mely meglévő adottság, jelenleg létezik és az építésznek számításba kell vennie.
Επίχρισμα είναι μια κάλυψη που εφαρμόζεται στην επιφάνεια ενός αντικειμένου και που συνήθως αναφέρεται ως υπόστρωμα. Σε πολλές περιπτώσεις, τα επιχρίσματα εφαρμόζονται για να βελτιώσουν τις ιδιότητες της επιφάνειας του υποστρώματος, όπως η εμφάνιση, πρόσφυση, υγρό-ικανότητα, την αντίσταση στη διάβρωση, αντοχή στη φθορά και αντοχή στις γρατζουνιές.
A bevonat a tárgyak, illetve rendszerint maga az anyag felületén alkalmazott bevonó réteg. A bevonatokat sok esetben azért alkalmazzák, hogy javítsák az anyag felületi tulajdonságait, például az anyag megjelenését, tapadóképességét, nedvesíthetőségét, korrózióval szembeni ellenállását, kopásállóságát és karcállóságát.
Σε πολλές κατοικίες και σε βιομηχανικά κτίρια μια πλάκα, υποστηριζόμενη από τη θεμελίωση ή τοποθετημένη απευθείας στο έδαφος, χρησιμοποιείται για την κατασκευή του ισογείου ενός κτιρίου.
A lakó és ipari épületekben a lemezalap közvetlenül a altalajra, a vasbeton aljzat alaptestekre fekszik fel, és így képezi egy épület (földszinti) padlószerkezetét.
Πέτσωμα είναι το εξωτερικό περίβλημα ή η επένδυση ενός σπιτιού που έχει ως στόχο να απομακρύνει το νερό και να προστατεύει από τις επιπτώσεις του καιρού. Σε ένα κτήριο που χρησιμοποιείται πέτσωμα, μπορεί να λειτουργεί ως βασικό αισθητικό στοιχείο της κατασκευής και να επηρεάζει άμεσα την αξία του ακινήτου του.
A deszka homlokzatburkolat a külső (védő)burkolata a háznak, feladata a csapadék levezetése és az időjárási hatásokkal szembeni védelem. A deszka homlokzatburkolattal épített házakon ez a burkolat a szerkezet esztétikai szépségében is szerepet játszhat, és állapota közvetlenül is befolyásolhatja az ingatlan értékét.
1. (Συνήθως στον πληθυντικό), επίπλωση και εξοπλισμός 2. το να φτιάχνεις ή να καθιστάς κατάλληλο, το να προσαρμόζεσαι στις περιστάσεις.
1. bútorelemek és felszerelések (pl. elektromos aljzatok és kapcsolók) 2. megfelelővé alakít, hozzáigazít a körülményekhez
Αυτός που δεν επιτρέπει στο νερό να περάσει από μέσα, αυτός που εμποδίζει τις διαρροές.
Amely nem teszi lehetővé víz pas, amely megakadályozza a szivárgást.
Ο σχιστόλιθος είναι ένα λεπτόκοκκο, ομοιογενές μεταμορφωσιγενές πέτρωμα, σε φύλλα, το οποίο προέρχεται από ένα πρωτότυπο αργιλικό ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από άργιλο ή ηφαιστειακή τέφρα, μέσω χαμηλής ποιότητας μεταμορφωσιγένειας.
Pala egy minden részletre kiterjedő, foliated, homogén metamorf kőzet származik egy eredeti pala-típusú üledékes kőzet agyag vagy vulkáni hamu, gyenge minőségű regionális metamorfózis át.
Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.
Acél egy ötvözet, amely áll, főleg a vas és a szén-dioxid-.
Ένας οικοδόμος που ειδικεύεται στην κατασκευή στεγών, σκελετού και εξωτερικού πετσώματος, που έχουν εφαρμογή στην αρχιτεκτονική κατοικιών.
Egy építő szakosodott tetők, lábazatok és időjárásálló külső héjon, így a legtöbb hazai építészet található.
Εκσκαφή της γης, όπως κατά την κατασκευή, η οποία συνίσταται στην απομάκρυνση χώματος από ένα κεκλιμένο χώρο με σκοπό να δημιουργήσει ένα επίπεδο και οριζόντιο έδαφος.
Feltárás a föld, mint mérnöki építési, amely áll a föld eltávolítása egy lejtős hely annak érdekében, hogy egy sima és vízszintes talaj.
Η πράξη με την οποία παρέχουμε καθαρό αέρα και απομακρύνουμε τον βρώμικο αέρα από ένα κλειστό χώρο. Ένα μηχανικό σύστημα σε ένα κτίριο που παρέχει καθαρό αέρα.
A törvény, hogy friss levegőt, és megszabadulni a rossz levegő, ezen a környéken: egy zárt térben. Egy mechanikai rendszer egy épületben, amely biztosítja a friss levegőt.
Ο στόχος των προσπαθειών για τη μείωση του ποσού της ενέργειας που απαιτείται για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών: ντόπια υλικά, φιλικά προς το περιβάλλον, στεγανός σχεδιασμός κτιρίων που περιλαμβάνει: ενεργειακώς αποδοτικά παράθυρα, καλά σφραγισμένα πόρτες, πρόσθετη θερμική μόνωση τοίχων και οροφής, εξαερισμό, πλάκες υπογείου και θεμέλια που μπορούν να μειώσουν την απώλεια θερμότητας.
A cél az erőfeszítéseket, hogy csökkentsék az energia szükséges, hogy a termékek és szolgáltatások mennyisége: helyi végén környezetbarát anyagból, szűk épület tervezése, beleértve az energiahatékony windows, jól lezárt ajtók, falak és a tető, a szellőzés, a pincében tábla és a alapítványok kiegészítő hőszigetelés csökkenthető a hőveszteség.
Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες
Kereskedelmi szervezet, amely szolgáltatások architektúra. Ez méretnagyobbodást gyűjt több építészek.
Το έργο του κουφωματά, η κατασκευή και εγκατάσταση εξαρτημάτων στα κτίρια με υλικά όπως το ξύλο και αλουμίνιο.
A munka az asztalos, a gyártás és a szerelvények anyagok, mint a fa és alumínium épületek szerelése.
Τα δομικά υλικά χρησιμοποιούνται στον κατασκευαστικό κλάδο για τη δημιουργία κτιρίων και κατασκευών. Μπορούν να είναι φυσικά υλικά: ξύλο, ασβέστης, σκοινί, κυτταρίνη, μαλλί, και συνθετικά υλικά: χάλυβας, γύψος, κεραμικό, γυαλί, πλαστικό, τσιμέντο.
Építőanyagok épületek és szerkezetek létrehozása használják az építőiparban. Ezek lehetnek természetes: fa, lime, kender, cellulóz, gyapjú és szintetikus: acél, gipsz, kerámia, üveg, műanyag, konkrét.
Ένας τεχνίτης που δουλεύει με πέτρα, τούβλο, μπετόν. Η τοιχοποιία συνήθως χρησιμοποιείται σε τοίχους κτιρίων, τοίχους αντιστήριξης και σε μνημεία
Egy mester, aki dolgozik, kő, tégla, beton. Kőműves általánosan használt a falak, támfalak, épületek, műemlékek
Η πράξη με την οποία προστατεύουμε κάτι, τυλίγοντάς το με υλικό που μειώνει ή προλαμβάνει τη μετάδοση του ήχου ή της θερμότητας ή του ηλεκτρισμού. Το υλικό που προορίζεται για το σκοπό αυτό ονομάζεται μόνωση.
A törvény védelme érdekében, valamit a környező anyagot, mely csökkenti vagy meggátolja a hang- vagy hő- vagy villamos energia átviteli. Az anyag e célra.
Το πλαίσιο που υποστηρίζει μια πόρτα ή ένα παράθυρο (κάσα παραθύρου).
a keret, amely támogatja egy ajtó, vagy ablak (ablakkeret).
Σχεδιασμένο για ή προσαρμοσμένο σε μια λειτουργία ή χρήση.
Terveztek vagy alakítottak át, egy függvény vagy használata.
Η πλευρά του κτιρίου που φαίνεται πρώτη, ή γενικά μια πλευρά ενός κτηρίου.
Egy épület, amely először látható az oldalon, vagy általában egy oldalán egy épület.
[Επίθ]: Αυτός που βρίσκεται ή που ταιριάζει στον υπαίθριο ή τον εξωτερικό χώρο ενός κτιρίου # [n] [n]: η περιοχή που βρίσκεται έξω από κάτι
[beállítás]: található, vagy a szabadban, vagy nem egy épület # [n] [n]: a régió, amely kívül valami
Ο φωτισμός είναι η εσκεμμένη εφαρμογή του φωτός με σκοπό να επιτευχθεί κάποιο αισθητικό ή πρακτικό αποτέλεσμα. Ο φωτισμός περιλαμβάνει τη συνδυασμένη χρήση τεχνιτών πηγών φωτός όπως λάμπες, αλλά και τον φυσικό φωτισμό των εσωτερικών χώρων από το φυσικό φως.
Világítás a szándékos alkalmazás-fény-néhány esztétikai vagy gyakorlati hatás eléréséhez. Világítás magában foglalja a használata mindkét mesterséges fényforrások, mint a lámpák, és természetes megvilágítás, a belső terek a nappal.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει υλικά που θεωρούνται ότι προκαλούν ελάχιστη ή μηδενική βλάβη στο περιβάλλον.
Használt áruk figyelembe venni, hogy a minimális vagy nem károsítja a környezetet.
[Επίθ] Αυτό που βρίσκεται εντός ή είναι κατάλληλο για το μέσα ενός κτιρίου [ν] η εσωτερική ή κλειστή επιφάνεια κάποιου χώρου
[melléknév], vagy alkalmas egy épületébe [n] a belső, vagy zárt felszínen valami
Εξοπλισμός με έπιπλα και όργανα που καθιστούν ένα δωμάτιο ή ένα οποιοδήποτε χώρο έτοιμο προς κατοίκηση.
Bútorok, valamint, hogy egy szobában, vagy más területen készen áll a fő.
Η πράξη της επεξεργασίας της μορφής (κάνοντας ένα σκίτσο ή το σκιαγραφώντας ένα σχέδιο).
A törvény kidolgozása valami formájában (mint azáltal, hogy a Vázlat vagy a Vázlat vagy a terv).
Κάθε εργασία που έχει αναληφθεί ή επιχειρείται να αναληφθεί. Στην αρχιτεκτονική ο όρος "έργο" χρησιμοποιείται για να κατονομάσει την υλοποίηση ενός κτιρίου.
Minden olyan mű, amely a vállalt, vagy annak kísérlete. Architektúra projekt használatos megnevezni egy épület megvalósítását.
Η διαδικασία του σχεδιασμού, της οργάνωσης, στελέχωσης, διεύθυνσης και ελέγχου της παραγωγής ενός κτιρίου.
A folyamat tervezése, szervezése, személyzettel, irányítása és ellenőrzése az épület.
Μια επίσημη οργάνωση αρχιτεκτόνων, που στόχο έχει να ενημερώνει και να παράγει κείμενα που διέπουν το επάγγελμα.
Egy formális szervezet építészek, amelynek célja tájékoztatni, és a szövegek, amelyek szabályozzák a szakma írni.
Ο νικητής ενός διαγωνισμού αρχιτεκτονικής παίρνει την εντολή να υλοποιήσει ένα αρχιτεκτονικό έργο.
A nyertes építészeti pályázat felismerni egy építészeti projekt kap megbízást.
Ένας μηχανικός που διευθετεί με ελκυστικό τρόπο τα χαρακτηριστικά του τοπίου ή του κήπου. Προσαρμόζει το τοπίο, σύμφωνα με την ιστορία της περιοχής, τα υπάρχοντα κτίρια, το σκοπό της περιοχής.
A gépkezelő, aki intézkedik a jellemzői a tájat és a kert szépen. Ő befogadja a táj, a történelem, a terület, a már meglévő épületek, a terület célja szerint.
Τα διοικητικά γραφεία μιας δημοτικής διακυβέρνησης.
A közigazgatási hivatalok egy önkormányzat
Ένας μηχανικός αρμόδιος για την πολεοδόμηση, δηλαδή για τη την αναβάθμιση των μεταφορών, της ζωής, της στέγασης σε μια πόλη.
Egy gépkezelő a felelős, a várostervezés, a korszerűsítés szállítja, az élet, hogy a város lakások.
1. σχετικός με αγροτικές περιοχές 2. που κατοικεί ή που έχει χαρακτηριστικά καλλιέργειας ή επαρχιώτικης ζωής
1. a vidéki térségek 2 kapcsolatos. élő vagy jellemző a mezőgazdaság vagy vidéki élet
1.Ευρισκόμενος ή χαρακτηριστικός μιας πόλης ή της ζωής στην πόλη. 2. Σχετικός με μια πόλη ή με μια πυκνοκατοικημένη περιοχή.
1. található itt, vagy a városra, illetve a városi élet jellemző. 2. vagy vonatkozó érintett a város, vagy sűrűn lakott terület.
μια περιοχή που έχει σημανθεί για διοικητικούς ή άλλους σκοπούς
a régió jelölt, közigazgatási vagy más célra
Μητρώο που καταγράφει την κυριότητα, την κατοχή ή άλλα δικαιώματα σε γη, με σκοπό να αποδεικνύει την κυριότητα, να διευκολύνει τις συναλλαγές και να αποτρέπει την παράνομη διάθεση. Συνήθως εκδίδεται από ένα κυβερνητικό οργανισμό ή υπηρεσία.
A rekord tulajdonjogát, birtokában vagy egyéb jogokat, a föld cím igazolása, megkönnyítse a tranzakciók és a jogellenes ártalmatlanítását, általában szerkesztette a kormányzati hivatal vagy osztály megakadályozására vonatkozó.
Ένας ξυλουργός (οικοδόμος) είναι ένα εξειδικευμένο τεχνίτης που ασκεί την ξυλουργική. Οι ξυλουργοί δουλεύουν με το ξύλο για να κατασκευάσουν, να εγκαταστήσουν και να συντηρούν κτίρια, έπιπλα και άλλα αντικείμενα. Η εργασία τους μπορεί να περιλαμβάνει χειρωνακτική εργασία και εργασία σε εξωτερικούς χώρους.
Asztalos (builder) egy szakképzett craftsperson, aki Asztalos. Asztalos fűrészáru, telepíteni és fenntartani, épületek, bútorok és egyéb tárgyak dolgozni. A munka magában foglalja a kézi munka, és munka közben a szabadban.
Ο εργαζόμενος που διαθέτει ειδικές ικανότητες στην οικοδομική βιομηχανία. Ένας οικοδόμος μπορεί να είναι κτίστης, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, μπογιατζής, ξυλουργός ...
Az munkavállaló, aki különleges tudással bír az építőiparban. Egy építő lehet mason, vízvezeték-szerelő, villanyszerelő, festő, Asztalos...
Ειδική διαδικασία για την υποβολή ανταγωνιστικών προσφορών από διαφορετικούς υποψηφίους που επιθυμούν να εκτελέσουν μια επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα της αρχιτεκτονικής, του σχεδιασμού, της πολεοδομίας ή της αρχιτεκτονικής τοπίου.
különleges eljárás létrehozása versenytárs kínál különböző ajánlattevők látszó-hoz megkap egy díjat az üzleti tevékenység építészet, tervezés, várostervezési és Tájépítészeti.
Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες.
Kereskedelmi szervezet, amely szolgáltatások architektúra. Ez méretnagyobbodást gyűjt több építészek.
1. Η πράξη της βελτίωσης μέσω της ανανέωσης και της αποκατάστασης 2. Η κατάσταση επαναφοράς στην πρότερη καλή κατάσταση.
(1) a törvény javításának megújításáról és visszaállításával 2. Az állam vissza egykori jó állapotban.
Κάθε μεγάλο αντικείμενο που τοποθετείται μόνιμα στη γήινη επιφάνεια ή στην έκτασή της, ως αποτέλεσμα κατασκευής, καθώς και η διάταξη των μερών της. Μπορεί να υπάρχουν κτιριακές και μη κτιριακές κατασκευές, φτιαγμένες από ανθρώπους ή από ζώα.
A nagy objektumok állandó jelleggel a Föld felszínén vagy a pályáján, építőipar, és a megállapodás részét. Lehet épületek és nonbuilding szerkezetek, és a mesterséges, vagy a állat készült.
Μια δομή που υποστηρίζει την οροφή, το δάπεδο ή τους τοίχους.
Egy struktúra támogatja a tető, a padozattal vagy a falakkal.
Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.
Acél egy ötvözet, amely áll, főleg a vas és a szén-dioxid-.
Το σκυρόδεμα είναι ένα σύνθετο δομικό υλικό που προέρχεται από το συνδυασμό αδρανών υλικών και ενός συνδετικού υλικού, όπως το τσιμέντο.
Beton az épület készült összesített és például a cement kötőanyag kombinációja összetett.
Το ξύλο είναι προϊόν που προέρχεται από δέντρα ή και άλλα ινώδη φυτά, και χρησιμοποιείται για κατασκευαστικούς σκοπούς, όταν κοπεί ή συμπιεστεί σε ξυλεία και ξύλο, όπως σανίδες, μαδέρια και παρόμοια υλικά.
A fa az a termék, a fák, és néha egyéb rostos növények, mikor vágott vagy préselt fa- és faipari, táblák, deszkák és hasonló anyagok építési célra használja.
Ένας διαγωνισμός για κάποιο βραβείο, τιμητική διάκριση, ή όφελος. Στην οικοδομική βιομηχανία ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός είναι ένας διαγωνισμός μεταξύ αρχιτεκτόνων με τίμημα ένα βραβείο ή μια ανάθεση έργου.
A verseny néhány díjat, a becsület vagy a előny. Az építőiparban építészeti pályázat egy verseny között építészek megszerezni a díj az elméleti munka vagy a rendelés, hogy egy épület.